- ταλαιπωρεῖ
- ταλαιπωρεῖταλαιπωρέωdo hard work: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic )ταλαιπωρέωdo hard work: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ταλαιπωρεῖ — ταλαιπωρέω do hard work pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ταλαιπωρέω do hard work pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπώρει — ταλαιπωρέω do hard work pres imperat act 2nd sg (attic epic) ταλαιπωρέω do hard work imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιλάτος — ο, Ν 1. ο Ρωμαίος επίτροπος τής Ιουδαίας που παρέδωσε τον Χριστό στον σταυρικό θάνατο 2. ως προσηγ. καθετί που ενοχλεί ή ταλαιπωρεί (α. «σταμάτα τον αυτό τον πιλάτο» β. «άρχισε πάλι ο πιλάτος στο δόντι μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Πιλᾶτος] … Dictionary of Greek
αντεροβγάλτης — ο (θηλ. ισσα) 1. μανιακός δολοφόνος, που σκοτώνει (συνήθως γυναίκες) ανοίγοντας τους την κοιλιά 2. αυτός που με το πείσμα ή τη φλυαρία του ταλαιπωρεί φοβερά τον συνομιλητή του 3. (για οχήματα και πλοία) εκείνος που προκαλεί ναυτία στους επιβάτες … Dictionary of Greek
δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… … Dictionary of Greek
ποθόδαρτος — ον, Μ αυτός τον οποίο δέρνει ο πόθος, τον οποίο ταλαιπωρεί το ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + δαρτος (< δέρω), πρβλ. ανεμό δαρτος] … Dictionary of Greek
σαράκι — το, Ν 1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας 2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό τού ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά… … Dictionary of Greek
ταλαιπωροποιός — όν, Μ αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον («ἡ ἁμαρτία ταλαιπωροποιός ἐστι», Δωρόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαίπωρος + ποιός*] … Dictionary of Greek
ταλαιπωρώ — ταλαιπωρῶ, έω, ΝΜΑ [ταλαίπωρος] 1. κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά, καταπονώ, βασανίζω (α. «αυτή η αρρώστια τόν ταλαιπωρεί χρόνια τώρα» β. «ὁ πόλεμος πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾱς», Ισοκρ.) 2. παθ. ταλαιπωρούμαι και ταλαιπωροῡμαι … Dictionary of Greek
ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… … Dictionary of Greek
ψυχοβγάλτης — ο, θηλ. ψυχοβγάλτρα, Ν 1. (το αρσ.) ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος ονομάστηκε έτσι, γιατί, σύμφωνα με τις δοξασίες, παρίσταται κατά τη στιγμή τής εκπνοής τού ετοιμοθανάτου 2. μτφ. αυτός που ταλαιπωρεί, που βασανίζει επίμονα κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek